- άρκος
- (I)ἄρκος, το (Α)1. το όργανο ή το μέσον άμυνας2. η υπεράσπιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ- (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq- «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.ΣΥΝΘ. απαρκής, αυτάρκης, βιαρκής, γυιαρκής, διαρκής, εξαρκής, επαρκής, ζωαρκής, καταρκής, ξεναρκής, ολιγαρκής, παναρκής, πανταρκής, ποδαρκής, πολυαρκής].————————(II)ἄρκος, ο, η (AM)1. η αρκούδα2. το αρκουδόβατο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του άρκτος*, ο οποίος προήλθε με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, έπειτα από παρετυμολογική επίδραση του ρ. αρκώ*].
Dictionary of Greek. 2013.